Δώδεκα ημέρες θύελλας. Ένα κοινωνικό μυθιστόρημα με σασπένς, αγωνία, πολλές ανατροπές και πολλά μηνύματα.
Η Ελένη Γαληνού είναι μια συγγραφέας που καταφέρνει να αγγίξει μοναδικά τους αναγνώστες μέσα από τα ιδιαίτερα, προσεγμένα και μελετημένα μυθιστορήματα της. Κατορθώνει να χαλαρώσει και παράλληλα να προβληματίσει. Πετυχαίνει να περάσει έντονα και ξεχωριστά μηνύματα μέσα από τις τόσο σύγχρονες ιστορίες που κάθε φορά επιλέγει να γράψει. Και με αυτό της το βιβλίο λοιπόν το Δώδεκα ημέρες θύελλας μας δίνει μια ιστορία με πολλές προεκτάσεις μέσα από μια περιπέτεια έντονης δράσης και έρωτα που κρύβει πολλές παγίδες και πολλά μυστικά.
Η Μελίνα ζει φυσιολογικά μέσα σε ένα γάμο τακτοποιημένο που την έχει κάνει να ισορροπήσει όλες τις δυσκολίες και τις οδυνηρές απώλειες που έχει ζήσει στο παρελθόν της. Όλα θα αλλάξουν όταν θα εμφανιστεί μπροστά της ο Έκτορας, ο άντρας εκείνος που κάποτε ερωτεύτηκε. Η συνάντηση τους δεν είναι καθόλου τυχαία μιας και εκείνος της εκμυστηρεύεται πως κάποιος τον έχει πληρώσει για να την παρασύρει σε μια παράνομη σχέση με σκοπό να της διαλύσει τον γάμο. Αυτός ο κάποιος γνωρίζει για την παλιά τους σχέση ή η επιλογή γίνεται εντελώς τυχαία; Μοίρα η στημένο παιχνίδι;
Ποιος είναι ο πραγματικός εχθρός της Μελίνας και πως θα τον αποκαλύψουν χωρίς ο Έκτορας να φανεί πως της έχει μιλήσει; Γιατί ο Έκτορας θέλει να την βοηθήσει και τι πραγματικά αισθάνεται εκείνη για αυτόν έπειτα από τόσα χρόνια;
Η συγγραφέας μέσα από μια λιτή ιστορία καταφέρνει να επεκτείνει το μυαλό και τις σκέψεις μας σε διάφορες εκδοχές και σε διαφορετικές εκτιμήσεις. Και αυτό είναι το μαγικό σε αυτή την υπόθεση γιατί τελικά τα πράγματα δεν είναι ακριβώς αυτά που φανταζόμαστε. Από την μια οι πρωταγωνιστές που προσπαθώντας να ξεφύγουν από τις παγίδες που τους έχουν στήσει πέφτουν σε άλλες μεγαλύτερες και πιο επικίνδυνες. Και από την άλλη τα συναισθήματα τους που περιπλέκονται εμφανίζοντας ακούσια και εκβιαστικά το πραγματικό πρόσωπο μιας αλήθειας που αγνοούσαν τόσο σε πρόσωπα όσο και σε γεγονότα. Πόσο καλά ξέρουμε τους άλλους και πόσο καλά τον ίδιο μας τον εαυτό; Όταν οι ήρωες φτάσουν στα όρια τους θα ανακαλύψουν τα πάντα σχετικά με τις αντοχές τους αλλά και τις ψευδαισθήσεις τους. Θα δημιουργήσουν έναν καινούριο εαυτό που θα κατευθύνει αλλιώς πράξεις και γεγονότα.
Βλέπουμε και κατανοούμε την σφαιρική πλευρά των ηρώων φωτισμένη με ένα διεξοδικο τρόπο που εξελίσσεται μέσα από τις αποκαλύψεις και τις άσχημες αναμνήσεις. Μέσα από τις συγκυρίες και τις επικίνδυνες επιλογές. Μέσα από την συναναστροφή τους με τον πραγματικό εαυτό τους και την αναγνώριση των λαθών τους που αναδεικνύει την ανθρωπιά τους και την φωτεινότητα της ψυχής τους.
Όταν δεις τα πράγματα με καθαρή ματιά και έχοντας αφαιρέσει τα βαρίδια του παρελθόντος. Όταν η ωριμότητα και η πραγματικότητα δώσουν το δικό τους χρώμα στα συναισθήματα των ανθρώπων τότε η συμφιλίωση με τον εαυτό μας και με τους άλλους είναι πολύ κοντά. Ειδικά όταν τον βασικό ρόλο τον έχει ο έρωτας.
Μια ανατρεπτική περιπέτεια ίντριγκας και σκοτεινών προθέσεων. Μια ιστορία που ανοίγει σιγά σιγά τα κρυμμένα φύλλα της σε μια καταδίωξη με τον χρόνο και τους αληθινούς υποκινητές της. Εξελίξεις καταιγιστικές που ανατρέπουν ζωές συναισθήματα προθέσεις και επαναφέρουν βίαια αναμνήσεις μυστικά λάθη και αναγκαστικές αποφάσεις.
Μου άρεσε πολύ ο τρόπος εξέλιξης της ιστορίας γιατί υπάρχει μια σφαιρική καταγραφή των χαρακτήρων αρχικά και έπειτα μια εξαιρετική εστίαση σε εκείνα τα χαρακτηριστικά που είναι τελικά αυτά που διαμορφώνουν την τελική εικόνα μας για αυτά τα πρόσωπα.
Μέσα από τον Ρομαντισμό και την ερωτική ατμόσφαιρα που διαχέεται με χίλιους κινδύνους και σκοτεινά εμπόδια ανάμεσα σε αθώους και ενόχους. Ανάμεσα σε υπόπτους και σε εν γένει συνεργούς η ιστορία εξελίσσεται βάζοντας τελικά στην θέση τους όλους αυτούς που κατεύθυναν την ιστορία και δίνοντας απάντηση σε κάθε αναπάντητο ερώτημα.
Η ύπαρξη των δύο παιδιών της Αλίκης και του Δημήτρη στις ζωές των πρωταγωνιστών είναι ο καταλύτης εκείνος που δίνει στην ιστορία ένα ιδιαίτερο τρυφερό χρώμα. Που δίνει ένα ξεχωριστό μήνυμα ανθρωπιάς δικαίωσης και εξιλέωσης ταυτόχρονα.
Το δώδεκα ημέρες θύελλας είναι ένα από εκείνα τα βιβλία που θα σας κρατήσει μια πολύ όμορφη συντροφιά κατορθώνοντας ταυτόχρονα να σας γεμίσει με σκέψεις συναισθήματα και έντονα διλήμματα.
Ένα απαλό παιχνίδισμα φωτός τράβηξε απότομα την προσοχή της σε μια πολυτελή έπαυλη στα βόρεια προάστια της Αθήνας. Ύστερα άναψαν κι άλλα φώτα και προβολείς, γέμισε ο τόπος λάμψεις, ιριδισμούς και μουσικές κι αυτή πλησίασε γεμάτη περιέργεια να δει τι συμβαίνει. Μια αύρα μυστηρίου, περιπέτειας και έρωτα πλανήθηκε στην ατμόσφαιρα, ανακατεύτηκε με έναν κοσμοπολίτικο αέρα, με ακριβά αρώματα, λαμπερά ρούχα, μελωδίες και χρώματα και την τύλιξε σαν αραχνοΰφαντο μαντίλι. Ένιωσε να της υπόσχεται κάτι τόσο ξεχωριστό και συναρπαστικό, που η σκέψη και μόνο την πλημμύρισε περιέργεια και προσμονή. Κάτι αναπάντεχο πλησίαζε. Μια θολή ανάμνηση της έλεγε πως οι ρίζες του βρίσκονταν στο παρελθόν. Και είχε την αίσθηση πως εκείνο το παρελθόν επέστρεφε τώρα για να αναστατώσει το παρόν και να αποκαλύψει, να ταρακουνήσει, να αλλάξει, να ξεσηκώσει θύελλες…
Αν μάντευε σωστά, τότε είχε μπροστά της μια πολύ δυνατή ιστορία, από εκείνες που λατρεύουν η Μοίρα, ο Χρόνος και ο Έρωτας.
Και τότε άκουσε κάπου στο βάθος να πάλλονται οι χορδές του σύμπαντος μέσα σε μυστηριακούς ρυθμούς και βαιώθηκε. Ήξερε να διαβάζει οιωνούς και σημάδια και τούτα εδώ…
Σύντομα θα σηκωνόταν άγριο μελτέμι. Από εκείνα τα μανιασμένα του Αυγούστου που φυσούν ανελέητα και δεν αφήνουν τίποτα όρθιο στο πέρασμά τους.
Και μου καμωνόταν τον κοιμισμένο ο Άνεμος.
Πέταξε τις ψηλοτάκουνες γόβες της και βολεύτηκε καλύτερα στο σκοτάδι της. Ήθελε να απολαύσει με την ησυχία της όσα συγκλονιστικά γεγονότα θα ακολουθούσαν. Και θα ήταν πολλά και τόσο ανατρεπτικά…
Η Μελίνα δίστασε πάλι, δεν ήξερε τι να κάνει, τι να πει
«Κοίτα, δεν είμαι καμιά χθεσινή», μίλησε πάλι η Ηρώ και έδειχνε πιο αποφασισμένη αυτή τη φορά.
«το ένιωσα, κάτι παιζόταν απόψε ανάμεσα σε εσένα και σ’ αυτόν, αλλά δεν ξέρω τι. Εσύ ξεδίπλωσες ένα πάθος, μια ορμή σαν τρέλα, που αμφιβάλλω αν έχεις ξαναβγάλει όσα χρόνια σε ξέρω, κι αυτός χύθηκε σαν κύμα πάνω σου και μπήκε στο σκηνικό σου, λες και τον αφορούσε απόλυτα το πάθος που σκορπούσες. Μπορεί να μη γύρισες ούτε μια φορά να τον κοιτάξεις, αλλά δεν μου το βγάζεις απ’ το μυαλό πως η πηγή της έμπνευσής σου απόψε ήταν αποκλειστικά εκείνος».
«Κοίτα, Ηρώ, δεν είναι…» προσπάθησε να δικαιολογηθεί. «Άσε με να τελειώσω», τη διέκοψε, «δεν σε κατηγορώ γι’ αυτό. Δεν είχα κάτι με τον τύπο για να αισθανθώ πως μου κάνεις χαλάστρα. Σε εμένα άρεσε, και το λέω ευθέως πως μου άρεσε πολύ, από την πρώτη στιγμή που πάτησε το πόδι του στο μαγαζί, όμως αυτός ποτέ δεν μου έδειξε πως ενδιαφέρεται, αντιθέτως, φαινόταν μη διαθέσιμος. Απορώ μάλιστα που ξαναήρθε. Όμως πέρα απ’ αυτό, είναι που πιάνω πράγματα στον αέρα και δεν ξέρω πώς να τα ερμηνεύσω. Απόψε έφαγα ένα τρελό φτύσιμο από έναν άντρα που γούσταρα πολύ, και που δεν κατάλαβα γιατί αποφάσισε να δεχτεί την πρόσκλησή μου και να κουβαληθεί ξανά στο μαγαζί μου και μάλιστα ασυνόδευτος, και ταυτόχρονα ένιωσα την καλύτερή μου φίλη να μου γυρίζει για ακόμα μια φορά την πλάτη.
»Μέρες τώρα σε παρατηρώ, Μελίνα, κάτι σε τρώει, αλλά δεν μου μιλάς. Κι απόψε έπαιξες θέατρο, όμως δεν κατάλαβα τι λόγο είχες να το κάνεις σε εμένα.